ἀμηχάνητος

ἀμηχάνητος
ἀμηχάν-ητος, ον,
A = ἀμήχανος 11, [name] X.ap.Suid., f. l. in J.AJ1.19.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμηχάνητε — ἀμηχάνητος masc/fem voc sg ἀ̱μηχάνητε , ἀμηχανάω to be imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀμηχανάω to be pres imperat act 2nd pl ἀμηχανάω to be pres ind act 2nd pl ἀμηχανάω to be imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) ἀ̱μηχάνητε , ἀμηχανέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμηχάνητοι — ἀμηχάνητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμηχάνευτος — I η, ο (Α ἀμηχάνητος, ον) [μηχανῶμαι] νεοελλ. ο αμηχάνευτος αρχ. αυτός που με κανένα τρόπο δεν επιτυγχάνεται, ακατόρθωτος, δύσκολος. II η, ο [μηχανεύομαι] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχανή ή δεν είναι δεκτικός μηχανικής επεξεργασίας 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”